- ἠσκημένος
- ἀσκέωworkperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ησκημένως — ἠσκημένως (Α) επίρρ. με πρακτικό τρόπο, πρακτικά, με άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησκημένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. ασκώ] … Dictionary of Greek